- υποκάμισο(ν)
- το рубашка; сорочка;
μεταξωτό υποκάμισο(ν) — шёлковая рубашка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταξωτό υποκάμισο(ν) — шёлковая рубашка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποκάμισο — το / ὑποκάμισον, ΝΜΑ, και πουκάμισο και ποκάμισο Ν, και ὑποκάμησον Μ ένδυμα από βαμβακερό, λινό, μεταξωτό ή μάλλινο ύφασμα που καλύπτει το επάνω τμήμα τού σώματος από τον λαιμό μέχρι τη μέση νεοελλ. 1. συνεκδ. ο εξωτερικός χιτώνας τού δέρματος… … Dictionary of Greek
υποκάμισο — το βλ. πουκάμισο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικάμισον — ἐπικάμισον, τό (Μ) υποκάμισο, επενδύτης, χιτώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάμισον «υποκάμισο»] … Dictionary of Greek
πουκάμισο — και ποκάμισο, το, Ν βλ. υποκάμισο … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek
υποκαμίσιον — τὸ, Α το υποκάμισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + λατ. camisia, λ. γερμ. ή γοτθ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό-Βυζαντινό Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς — Το μουσείο λειτουργεί από το 1988 στον παλαιό ναό της μονής, που αναστηλώθηκε από τον ελληνικό στρατό μετά τον καταστροφικό για την Κεφαλλονιά σεισμό του 1953. Στην είσοδο του ναού εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη και αποτοιχισμένες αγιογραφίες των… … Dictionary of Greek